- εὐόρπηξ
- εὐόρπηξ, ηκος, ὁ, ἡ,A with fine branches, Nonn.D.21.298.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευόρπηξ — εὐόρπηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ωραίο κλάδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρπηξ «νέος βλαστός, κλαδί»] … Dictionary of Greek